- οξυγονώ
- (ο ) см. οξ(ε)ιδώνω
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οξυγονώνω — 1. (σχετικά με μέταλλα) ενώνω ένα σώμα μεταλλικό με οξυγόνο, προκαλώ οξείδωση, οξειδώνω 2. εμπλουτίζω με οξυγόνο, αυξάνω την περιεκτικότητα σε οξυγόνο («τα δάση οξυγονώνουν την ατμόσφαιρα») 3. παθ. οξυγονώνομαι α) δεσμεύω οξυγόνο β) καθαρίζομαι… … Dictionary of Greek
οξυγόνωση — η 1. εμπλουτισμός με οξυγόνο 2. χημ. ένωση μιας ουσίας με οξυγόνο, οξείδωση 3. φρ. «οξυγόνωση τού αίματος» βιολ. η ασταθής και αμφίδρομη δέσμευση τού οξυγόνου από την αιμοσφαιρίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξυγονῶ (πρβλ. γαλλ. oxygenation). Η λ. μαρτυρείται … Dictionary of Greek